μποέμικος

μποέμικος
η , ο , μποέμικός, ή , ό богемный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μποέμικος" в других словарях:

  • μποέμικος — η, ο [μποέμ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»). επίρρ... μποέμικα με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα …   Dictionary of Greek

  • μποέμικος — η, ο αυτός που ζει σαν μποέμ ή που ταιριάζει στον μποέμ: Έκανε μποέμικη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»